- ἀμοργεύς
ἀμοργεύς, έως, ὁ, Olivenpresser, Poll. 1, 222.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμοργεύς, έως, ὁ, Olivenpresser, Poll. 1, 222.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμοργεῖς — ἀμοργεύς one who presses olives masc acc pl ἀμοργεύς one who presses olives masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ … Dictionary of Greek
ἀμοργῇ — ἀμοργῆι , ἀμοργεύς one who presses olives masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)