- ὀξηρός
ὀξηρός, essigartig, zum Essig gehörig; κέραμος, Essigtopf, Dionys. 4 (XII, 108); auch aus Ar. von VLL. citirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξηρός, essigartig, zum Essig gehörig; κέραμος, Essigtopf, Dionys. 4 (XII, 108); auch aus Ar. von VLL. citirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξηρός — ὀξηρός, ά, όν (Α) 1. (για αγγείο) αυτός που δέχεται ξίδι, που περιέχει ξίδι («ὀξηρὸν ἄγγος», Σοφ.) 2. ο εμβαπτισμένος μέσα σε οξύ ή μέσα σε ξίδι («σπλήνες ὀξηροί», Ιπποκρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξηρόν το οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + κατάλ.… … Dictionary of Greek
ὀξηρά — ὀξηρός of neut nom/voc/acc pl ὀξηρά̱ , ὀξηρός of fem nom/voc/acc dual ὀξηρά̱ , ὀξηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξηρῶν — ὀξηρός of fem gen pl ὀξηρός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξηρόν — ὀξηρός of masc acc sg ὀξηρός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξηροῖσι — ὀξηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξηρούς — ὀξηρός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξηρᾶς — ὀξηρός of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξηρᾷ — ὀξηρός of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξηρῷ — ὀξηρός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ὀξηράν — ὀξηρά̱ν , ὀξηρός of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)