- ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπάριον, τό, dim. von ἄνϑρωπος, Menschlein, Ar. Plut. 416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπάριον, τό, dim. von ἄνϑρωπος, Menschlein, Ar. Plut. 416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπάριον — manikin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρίω — ἀνθρωπάριον manikin neut nom/voc/acc dual ἀνθρωπάριον manikin neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρίοις — ἀνθρωπάριον manikin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρίου — ἀνθρωπάριον manikin neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρίων — ἀνθρωπάριον manikin neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπάρια — ἀνθρωπάριον manikin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek
ανθρωπάριο — το (Α ἀνθρωπάριον) (υποκορ. του άνθρωπος) 1. μικρογραφία ανθρώπου, ανδρείκελο 2. μτφ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος (με μειωτική σημασία) … Dictionary of Greek