- ἀνθρωπο-δίδακτος
ἀνθρωπο-δίδακτος von Menschen gelehrt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπο-δίδακτος von Menschen gelehrt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… … Dictionary of Greek