ἀνθρωπο-φθόρος

ἀνθρωπο-φθόρος

ἀνθρωπο-φθόρος, Menschen verderbend, Sp., Hesych. auch φθορεύς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοφθόρος — ζωοφθόρος, ον (AM) 1. αυτός που φθείρει, που καταστρέφει ζώα 2. κτηνοβάτης, ένοχος κτηνοβασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανθρωπο φθόρος, ψυχο φθόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”