- ἀνθρωπο-φυής
ἀνθρωπο-φυής, ές, von menschlicher Natur, menschenähnlich, Her. 1, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπο-φυής, ές, von menschlicher Natur, menschenähnlich, Her. 1, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποφυής — ἱπποφυής, ές (Μ) αυτός που έχει φύση ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ανθρωπο φυής, ορνιθο φυής] … Dictionary of Greek
μεγαλοφυής — ές (ΑM μεγαλοφυής, ές) 1. αυτός που είναι προικισμένος από τη φύση με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες και τού οποίου τα δημιουργικά επιτεύγματα διακρίνονται για την πρωτοτυπία και τη διαχρονική και υψηλής στάθμης αξία τους (α. «μεγαλοφυής… … Dictionary of Greek