- ἀνθρωπο-πρεπής
ἀνθρωπο-πρεπής, ές, für Menschen schicklich, anständig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπο-πρεπής, ές, für Menschen schicklich, anständig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικροπρεπής — ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, ές) αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος αρχ. 1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές α) το… … Dictionary of Greek