ἀνθρωπισμὀς

ἀνθρωπισμὀς

ἀνθρωπισμὀς, Menschlichkeit, menschliche Bildung, Diog. L. 2, 70.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανθρωπισμός — ο (Α ἀνθρωπισμός) νεοελλ. 1. η κλασική παιδεία και η ενασχόληση με τα κλασικά γράμματα 2. το μορφωτικό ιδεώδες που αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα και αποβλέπει στην καλλιέργεια και την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου 3. ευγενική συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπισμός — ο 1. το σύνολο των ιδιοτήτων του πολιτισμένου ανθρώπου, η εκδήλωσή τους, ανθρωπιά: Όλες του τις εκδηλώσεις τις διακρίνει ανθρωπισμός. 2. η συμπάθεια του ανθρώπου στους όμοιούς του: Έδειχνε ανθρωπισμό σε γνωστούς και άγνωστους. 3. η άποψη που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθρωπισμοῦ — ἀνθρωπισμός humanity masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπισμῷ — ἀνθρωπισμός humanity masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποσύνη — η ανθρωπιά, ανθρωπισμός, ευγενική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • νεοανθρωπισμός — ο (φιλοσ.) θεωρία η οποία πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τον 18ο αιώνα και έθετε ως βάση τού ανθρωπισμού όχι πλέον τη μίμηση τών κλασικών προτύπων αλλά τη νέα δημιουργική εργασία η οποία διαπνέεται από το πνεύμα τής κλασικής αρχαιότητας.… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπισμός — ο, Ν (φιλοσ.) όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το κοινωνικο φιλοσοφικό σύστημα κατά το οποίο το υπέρτατο αγαθό έγκειται στην ανύψωση τού υλικού και πολιτιστικού επιπέδου τής ανθρωπότητας, στην προσπάθεια για το καλό τού ανθρώπου και τού… …   Dictionary of Greek

  • Ανθίας, Τεύκρος — (1904 – 1968).Φιλολογικό ψευδώνυμο του Κύπριου ποιητή Ανδρέα Τριανταφύλλου Παύλου. Την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα έκανε με την ποιητική συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη (Αθήνα, 1928). Εκτός από την ποίηση, ασχολήθηκε και με τη συγγραφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”