- ἀνθρωπ-όλεθρος
ἀνθρωπ-όλεθρος, Menschen verderbend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπ-όλεθρος, Menschen verderbend, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρόλεθρος — μητρόλεθρος, ὁ (Μ) μητρολέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ὄλεθρος, πρβλ. ανθρωπ όλεθρος, ψυχ όλεθρος] … Dictionary of Greek