- ὀδμήεις
ὀδμήεις, εσσα, εν, duftend, wohlriechend, stinkend, ἱδρώς, Nic. Al. 437.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδμήεις, εσσα, εν, duftend, wohlriechend, stinkend, ἱδρώς, Nic. Al. 437.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδμήεις — ὀδμήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που αναδίδει δυσοσμία, δύσοσμος, δυσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + κατάλ. ήεις (πρβλ. μορφ ήεις, μυρ ήεις)] … Dictionary of Greek
ὀδμήεις — giving out a smell masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek