ἀ-δαής

ἀ-δαής

ἀ-δαής, (δαῆναι), dasselbe, τινός, Soph. Phil. 816; Her. 2, 49 u. öfter; Xen. Cvr. 1, 43; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Δάης — learning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάης — δάω learn aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάαι — Δάης learning masc nom/voc pl Δάᾱͅ , Δάης learning masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαῶν — Δάης learning masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάου — Δάης learning masc gen sg Δά̱ου , Δᾶος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάω — Δάης learning masc gen sg (attic epic ionic) Δά̱ω , Δᾶος masc nom/voc/acc dual Δά̱ω , Δᾶος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δάα — Δάᾱ , Δάης learning masc nom/voc/acc dual Δάης learning masc voc sg Δάᾱ , Δάης learning masc gen sg (doric aeolic) Δάης learning masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] …   Dictionary of Greek

  • θεσπιδαής — θεσπιδαής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός τον οποίο έχει ανάψει ο θεός, αυτός που καίει δυνατά, ο σφοδρός («θεσπιδαές πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + δαής (< δάος < δαίω «ανάβω, καίω»), πρβλ. ημι δαής, πυρ δαής] …   Dictionary of Greek

  • παλινδαής — παλινδαής, ές (Α) αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού αμάρτυρου *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • πανδαής — ές, Μ πολύ μορφωμένος, παντογνώστης, πάνσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”