διδακτός — taught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτός — ή, ό (Α διδακτός, ή, όν και ός, όν) [διδάσκω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να μεταδοθεί με διδασκαλία αρχ. 1. (για πράγματα) διδαγμένος, μαθημένος 2. (για άνθρωπο) έμπειρος, εξασκημένος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διδακτά όσα επιτρέπεται να… … Dictionary of Greek
διδακτός, -ή — ό αυτός που είναι δυνατόν να διδαχθεί: Οι αρχές και οι αξίες είναι αρετές διδακτές στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτά — διδακτός taught neut nom/voc/acc pl διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc/acc dual διδακτά̱ , διδακτός taught fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτῶν — διδακτός taught fem gen pl διδακτός taught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτόν — διδακτός taught masc acc sg διδακτός taught neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταῖς — διδακτός taught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακταί — διδακτός taught fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῖς — διδακτός taught masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοί — διδακτός taught masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτοῦ — διδακτός taught masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)