ἀ-δίκαστος

ἀ-δίκαστος

ἀ-δίκαστος, nicht gerichtet, Plat. Tim. 51 c; δίκη, unentschieden, Luc. Bis. acc. 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοδίκαστος — θεοδίκαστος, ον (Μ) αυτός που δικάζεται από τη θεϊκή κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δίκαστος (< δικάζω), πρβλ. α δίκαστος, ακατα δίκαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”