- ἀν-αίσχυντος
ἀν-αίσχυντος, schamlos, unverschämt, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; ϑῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αίσχυντος, schamlos, unverschämt, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; ϑῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αισχυντός — αἰσχυντός, ή, όν (Α) αισχρός, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχύνω. ΠΑΡ. αἰσχυντηλός αρχ. αἰσχυντηρός, αἰσχυντικός] … Dictionary of Greek
αἰσχυντοῖς — αἰσχυντός shameful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] … Dictionary of Greek
αισχυντηρός — ά, όν (Α) ο αισχυντηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω] … Dictionary of Greek
αισχυντικός — αἰσχυντικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί αισχύνη, ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω] … Dictionary of Greek
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
επαίσχυντος — η, ο( ν) αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αισχυντός (< αισχύνομαι «ντρέπομαι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek