- ἀμνίς
ἀμνίς, ίδος, fem. von ἀμνός, Lamm, Theocr. 5, 3, wo auch v. l. ἀμνάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμνίς, ίδος, fem. von ἀμνός, Lamm, Theocr. 5, 3, wo auch v. l. ἀμνάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμνίς — ἀμνὶς ( ίδος), η (Α) [ἀμνός] αμνάδα, αρνάδα … Dictionary of Greek
ἀμνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνίδα — ἀμνίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνίδας — ἀμνίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνίδες — ἀμνίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
ԳԱՌՆ — (ռին, ռանց.) NBH 1 0530 Chronological Sequence: 5c, 11c գ. ἁρήν, ἁρνίον, ἁμνός, ἁμνίς Agnus, agna, agnellus Նորածին ոչխար. ձագ օդեաց կամ մաքեաց. գառ, գուզու, գուզի, պաղանա: Տես եւ ՈՐՈՋ, եւ ԱՄԻԿ, եւ ԲՈՒԾ: *Գառն անմեղ: Ի գառանց եւ յուլոց: Գառինք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՐՈՋ — (ի, աց, կամ ից.) NBH 2 0534 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. (իբր որոճօղ.) ἁμνός agnus ἁμνίς, ἁμνάς agna. Ծնունդ ոչխարի. գառն. ամիկ. գառ. ... *Եօթն որոջ ոչխարաց: Էգ յօդեաց որոջ, կամ ալոճ մի յայծեաց: Որոջ մի փոքր:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)