ἀ-δέμνιον

ἀ-δέμνιον

ἀ-δέμνιον (ohne Bett) ἄρσενος φῦλον ϑῆλυ, Opp. C. 3, 358, ohne Mannes Genossenschaft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δέμνιον — δέμνιον, το (Α) 1. (συνήθως στον πληθ., δέμνια) στρώμα, κρεβάτι 2. (γενικά) το κρεβάτι, η κλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται είτε για παράγωγο τού δέω, δω «δένω» (< δέμα ή *δέμαρ), πράγμα στο οποίο συντείνει το συνθ. κρήδεμνον, είτε… …   Dictionary of Greek

  • δέμνιον — bedstead neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεμνίοις — δέμνιον bedstead neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεμνίοισιν — δέμνιον bedstead neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεμνίων — δέμνιον bedstead neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέμνια — δέμνιον bedstead neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Orodemniades — ORODEMNIĂDES, um, Gr. Οροδεμνιάδες, ων, eine Art Nymphen, und zwar insonderheit so viel, als die Oreaden. Sie haben den Namen von Ὄρος Berg, und δεμνίον Schlafstäte, weil man glaubete, daß sie auf den Bergen schliefen. Hesych. ap. Gyrald. Synt. V …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • δεμνιοτήρης — δεμνιοτήρης, ες (Α) αυτός που κρατάει κάποιον στο κρεβάτι του («μοῑρα δεμνιοτήρης» μοίρα που αργεί να φέρει το τέλος). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέμνιον + τηρώ «προσέχω, επιτηρώ, φυλάω»] …   Dictionary of Greek

  • επιδέμνιος — ἐπιδέμνιος, ον (Α) αυτός που ξαπλώνει στο κρεβάτι ή στα κλινοσκεπάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέμνιον «κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

  • κρήδεμνον — Κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο η καθεμία έδενε ανάλογα με την προτίμησή της. Συνήθως οι γυναίκες στερέωναν τα μαλλιά τους με ταινίες, τα στόλιζαν μπροστά με τον άμβυκα, τον οποίο τοποθετούσαν επάνω από το μέτωπο σαν …   Dictionary of Greek

  • ομοδέμνιος — ὁμοδέμνιος, ον (Α) αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι με άλλον, σύνευνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δέμνιον «κρεβάτι» (πρβλ. επι δέμνιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”