ἀ-δέξιος

ἀ-δέξιος

ἀ-δέξιος, ungeschickt, linkisch, Luc. Sat. 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεξιός — on the right hand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • δέξιος — α, ο ο δεξιός, ο επιδέξιος, ο επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός, ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. από επίδραση τού επιδέξιος) …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό επίρρ. ά 1. ο αντίθετος του αριστερού από πλευρά θέσης: Ακρωτηριάστηκε στο δεξί του χέρι. 2. δεξιόχειρας. 3. ο οπαδός συντηρητικών πολιτικών αρχών και ιδεών: Οι δεξιοί κέρδισαν πολλές νομαρχίες της χώρας στις εκλογές. 4. το θηλ. ως ουσ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέξιος — δέξις reception fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δεξιώτερον — δεξιός on the right hand adverbial comp δεξιός on the right hand masc acc comp sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιωτέραις — δεξιός on the right hand fem dat comp pl δεξιωτέρᾱͅς , δεξιός on the right hand fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιωτέρων — δεξιός on the right hand fem gen comp pl δεξιός on the right hand masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιόν — δεξιός on the right hand masc acc sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιώτατα — δεξιός on the right hand adverbial superl δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”