ἀ-δέσποτος

ἀ-δέσποτος

ἀ-δέσποτος (δεσπότης), 1) ohne Herrn, δοῠλοι Myro bei Ath. VI, 102 (271 f); οἰκήσεις Arist. Eth. Nic. 8, 10. – 2) von unbekanntem Verfasser, anonym, ἐπιστολή Plut. Cic. 15; φήμη, unverbürgt, Oth. 4, wie rumores bei Cic. Fam. XV, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοινοδέσποτος — κοινοδέσποτος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς κυρίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος, φιλο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • ετεροδέσποτος — ἑτεροδέσποτος, ον (Μ) αυτός που ανήκει σε άλλο δεσπότη ή κύριο («πρόβατο ἑτεροδέσποτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + δεσποτος < (δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδέσποτος — ον, Α αυτός που εξουσιάζεται από πολλούς δεσπότες («τὴν πολυδέσποτον τῶν δαιμόνων δουλείαν», Ψ. Χρυσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. φιλο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • συνδέσποτος — ον, Μ αυτός που κυβερνά, εξουσιάζει μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δεσποτος (< δεσπότης), πρβλ. ἀ δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • τριδέσποτος — ον, Α αυτός που έχει τρεις δεσπότες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. ἀ δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοδέσποτος — ον, Α 1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον η φιλοδεσποτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτο δέσποτος] …   Dictionary of Greek

  • PHILOMELA — Pandionis Atheniensium Regis filia, quam Tereus, Thraciae Rex, qui Prognem sororem eius uxorem duxerat, visendae sororis praetextu, a patre abductam, in itinere violavit, et ne flagitium cuiquam indicaret, linguam ei praecidit, arctissimaeque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μισοδέσποτος — μισοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που μισεί τον κύριο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] …   Dictionary of Greek

  • νικοδέσποτος — νικοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] …   Dictionary of Greek

  • ομοδέσποτος — ὁμοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που έχει τον ίδιο δεσπότη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεσπότης (πρβλ. αυτο δέσποτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”