ἀ-δάκρῡτος

ἀ-δάκρῡτος

ἀ-δάκρῡτος, thränenlos, act. nicht weinend, Hom. dreimal, Od. 4, 186 οὐδ' ἄρα Νέστορος υἱὸς ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε, Iliad. 1, 415 αἴϑ' ὄφελες ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων ᾑσϑαι, Od. 24, 61 οὔ τιν' ἀδάκρυτόν γ' ἐνόησας Ἀργείων;βλέφαρα Soph. Trach. 107, neben ἀστένακτος 1190, wie Eur. Hec. 690, vgl. Troad. 603. – Pass. unbeweint, πότμος Soph. Ant. 881, wo Andere fälschlich thränenreich erkl.; μάχαι Plut. Alex. fort. 2, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δακρυτός — δακρυτός, ή, όν και δακρυτός, όν (Α) [δακρύω] εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς …   Dictionary of Greek

  • δακρυτός — δακρῡτός , δακρυτός wept over masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] …   Dictionary of Greek

  • δακρύτ' — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl δακρῡτέ , δακρυτός wept over masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] …   Dictionary of Greek

  • φιλοδάκρυτος — ον, ΜΑ φιλόδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυτός (< δακρύω)] …   Dictionary of Greek

  • δακρυτά — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”