ὀδάξ

ὀδάξ

ὀδάξ (vgl. ὀδούς, δάκνω), adv., beißend, mit den Zähnen; bes. ὀδὰξ ἕλον οὖδας, von den Sterbenden (vgl. ins Gras beißen), Il. 11, 749 u. öfter, wie Eur. γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες, Phoen. 1432; πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, d. i. sie bissen fest mit den Zähnen in die Lippen, Ausdruck verhaltenes Ingrimms; διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ δίκτυον Ar. Vesp. 164, u. öfter, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδάξ — ὀδάξ (Α) επίρρ. (κυρίως ως έκφραση πόνου ή έμμονης και μεγάλης οργής) με τα δόντια, δαγκωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀδάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από συμφυρμό τού ὀδών* και τού ρ. δάκνω «δαγκώνω», με επιρρμ. κατάλ. –αξ (πρβλ. λάξ,… …   Dictionary of Greek

  • ὀδάξ — by biting with the teeth indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδαχώ — ἀδαχῶ ( έω) (Α) ξύνω με τα νύχια μου, γρατσουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *ὀδαχῶ < επίρρ. ὀδὰξ* (= δαγκώνοντας, με τα δόντια), με προληπτική αφομοίωση τού ο προς το α η δασύτητα (χ αντί κ) αναλογική (ρηματ. τύποι σε ξω, ξα μπορεί να ανάγονται σε… …   Dictionary of Greek

  • οδακτάζω — ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε τίζω (πρβλ. λακ τίζω) βλ. και λ. οδάξ] …   Dictionary of Greek

  • κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… …   Dictionary of Greek

  • Odax acroptilus — Systematik Barschverwandte (Percomorpha) Ordnung: Barschartige (Perciformes) …   Deutsch Wikipedia

  • SILENUS — I. SILENUS Bacchi nutritius et Paedagogus, semper asinô vehi solitus: quem Aratus, in gratiam alumm, inter sidera translatum dicit. Silenos vero provectioris aetatis Satyros dici, affirmat Pausan. l. 1. quos ebrios, ut plurimum, fingunt. Unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαξ — δὰξ επίρρ. (Α) οδάξ*, με τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δακ τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω για τον σχηματισμό πρβλ. και αρχ. επιρρήματα πυξ «με τις πυγμές», λαξ «με λακτίσματα, κλοτσιές» κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • εμφύω — (AM ἐμφύω) 1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι 2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.) μσν. 1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει 2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • ευράξ — εὐράξ (Α) επίρρ. 1. πλαγίως, στα πλάγια 2. φρ. «εὐράξ πατάξ» αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως… …   Dictionary of Greek

  • λαξ — (Α λάξ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «πυξ και λαξ» ή «πυξ λαξ» με γροθιές και με κλοτσιές («πυξ λαξ τόν έδιωξαν από το σπίτι») αρχ. με το πόδι, με τη φτέρνα (α. «λὰξ ἐν στἡθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ. β. «ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσης», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”