ἀμαθῖτις

ἀμαθῖτις

ἀμαθῖτις, , im Sande wohnend, κόγχοι, Sandschnecken, Schlangenköpfchen, Epicharm. bei Ath. III, 85 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμαθίτις — ἀμαθῑτις ( ιδος), η (Α) [ἄμαθος (ΙΙ)] είδος κοχυλιού που ζει στην άμαθο, δηλ. στην άμμο …   Dictionary of Greek

  • ἀμαθῖτιν — ἀμαθῖτις dwelling in sand fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • κἀμαθίτιδες — ἀμαθί̱τιδες , ἀμαθῖτις dwelling in sand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”