- ἀν-αλίγκιος
ἀν-αλίγκιος, unähnlich, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αλίγκιος, unähnlich, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλίγκιος — ἀλίγκιος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση τής λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που… … Dictionary of Greek
ἀλίγκιος — resembling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκιον — ἀλίγκιος resembling masc/fem acc sg ἀλίγκιος resembling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιγκίου — ἀλίγκιος resembling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκια — ἀλίγκιος resembling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκιε — ἀλίγκιος resembling masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίγκιοι — ἀλίγκιος resembling masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лик — I I., род. п. а, ликовать, ликую, укр. лик толпа, собрание , ликувати ликовать , блр. лiковаць, др. русск., ст. слав. ликъ χορός (Еuсh. Sin.; Супр.), болг. лик хор . Заимств. из гот. laiks танец , laikan скакать, прыгать , др. исл. leikr игра , д … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
προσαλίγκιος — ον, Α όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀλίγκιος «αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος»] … Dictionary of Greek