- ἀνα-θλίβω
ἀνα-θλίβω, auf-, ausdrücken, Plut. Symp. 6, 2 g. E.; ἀναϑλίβει χεύματα μαστός Marian. 2 (IX, 668); πηγαὶ ἀναϑλίβοιντο γάλακτος Ant. Sid. 72 (VII, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-θλίβω, auf-, ausdrücken, Plut. Symp. 6, 2 g. E.; ἀναϑλίβει χεύματα μαστός Marian. 2 (IX, 668); πηγαὶ ἀναϑλίβοιντο γάλακτος Ant. Sid. 72 (VII, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναθλίβω — (Α ἀναθλίβω) πιέζω, συμπιέζω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θλίβω. ΠΑΡ. ανάθλιψη ( ις)] … Dictionary of Greek