- ἀμαλη-τόμος
ἀμαλη-τόμος, ὁ, Schnitter, Opp. C. 1, 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμαλη-τόμος, ὁ, Schnitter, Opp. C. 1, 522.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμαλητόμος — ἀμαλητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει τα στάχυα, θεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάλη + τομος < τόμος < τέμνω] … Dictionary of Greek