- ἀνα-ληπτικός
ἀνα-ληπτικός, erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-ληπτικός, erquickend, stärkend, ἀγωγή, φάρμακα, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επαναληπτικός — ή, ό 1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές») 2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ επανάληψη («επαναληπτικό όπλο») 3. «επαναληπτική αντωνυμία» η αντωνυμία αὐτός, ή, ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που … Dictionary of Greek