- ἀμβλακίσκω
ἀμβλακίσκω, dor. für ἀμπλακεῖν, s. ἀμπλακίσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλακίσκω, dor. für ἀμπλακεῖν, s. ἀμπλακίσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταμβλακεύω — (Α) παραμελώ κάτι από οκνηρία, από ραθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμβλακεύω, μεταπλασμένος τ. τού ἀμβλακίσκω «αστοχώ, αποτυγχάνω»] … Dictionary of Greek