- ἀμβλακεῖν
ἀμβλακεῖν,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλακεῖν,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλακεῖν — ἀμπλακεῖν miss aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… … Dictionary of Greek