- ἀνα-λακτίζω
ἀνα-λακτίζω, hinten ausschlagen, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-λακτίζω, hinten ausschlagen, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναλακτίζω — (Α ἀναλακτίζω) 1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λακτίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση] … Dictionary of Greek