- ἀν-αλγής
ἀν-αλγής, ές, Sp. = ἀνάλγητος, πνεῖμα Babr. 122, 8; Plut. Sol. 27 oft; auch = unempfindlich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αλγής, ές, Sp. = ἀνάλγητος, πνεῖμα Babr. 122, 8; Plut. Sol. 27 oft; auch = unempfindlich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλγῇς — ἀλγέω feel bodily pain pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… … Dictionary of Greek
καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… … Dictionary of Greek
κεφαλαλγής — κεφαλαλγής, ές (Α) 1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] … Dictionary of Greek
κρατεραλγής — κρατεραλγής, ές (Α) άτεγκτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αλγής (< ἄλγος, τό), πρβλ. πολυ αλγής, υστερ αλγής] … Dictionary of Greek
λιπαλγής — λιπαλγής, ές (Α) αυτός που έχει απαλλαγεί από άλγος ή από θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + αλγής(< ἄλγος, τὸ), πρβλ. θυμ αλγής, κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek
λυπαλγής — λυπαλγής, ές (Μ) αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ αλγής, οσφυ αλγής] … Dictionary of Greek
λυσαλγής — λυσαλγής, ές (Μ) αυτός που καταπαύει τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. θυμ αλγής, κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek
υπεραλγής — ές, Α 1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐν αλγής, περι αλγής] … Dictionary of Greek
οσφυαλγής — ὀσφυαλγής, ές (Α) αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek