- ἀνα-θερίζω
ἀνα-θερίζω, = ἀνακαλαμάομαι, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-θερίζω, = ἀνακαλαμάομαι, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεθέρισεν — ἀνά θερίζω do summer work aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek