- ἀνα-θεραπεύω
ἀνα-θεραπεύω, = simpl., Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-θεραπεύω, = simpl., Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναθεραπεύω — (Α ἀναθεραπεύω) νεοελλ. θεραπεύω εκ νέου, ξαναθεραπεύω αρχ. περιποιούμαι με προσοχή, φροντίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεραπεύω] … Dictionary of Greek
ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek