- ὀδοντογλυφίς
ὀδοντογλυφίς, ίδος, ἡ, Zahnstocher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδοντογλυφίς, ίδος, ἡ, Zahnstocher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδοντογλυφίδα — η (Α ὀδοντογλυφίς) επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, ίδος (πρβλ. ωτο γλυφίς)] … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek