ὀδοντικός

ὀδοντικός

ὀδοντικός, für die Zähne passend, Galen.; – mit Zähnen versehen, ὄργανον, Suid. v. ϑρῖναξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οδοντικός — ή, ό (ΑΜ ὀδοντικός, ή, όν) [οδούς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια νεοελλ. φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα» γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών β)… …   Dictionary of Greek

  • οδοντικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια: Οδοντικό νεύρο. 2. (γραμμ.), γράμματα που προφέρονται με τη βοήθεια των δοντιών (τ, δ, θ): Οδοντικά σύμφωνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀδοντικά — ὀδοντικός dental neut nom/voc/acc pl ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός dental fem nom/voc/acc dual ὀδοντικά̱ , ὀδοντικός dental fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικῶν — ὀδοντικός dental fem gen pl ὀδοντικός dental masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικόν — ὀδοντικός dental masc acc sg ὀδοντικός dental neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντικούς — ὀδοντικός dental masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντοπρόφερτος — η, ο οδοντικός, αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών («οδοντοπρόφερτα σύμφωνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πολφίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού οδοντικού πολφού, που αποτελεί συχνότερα επιπλοκή τής τερηδόνας τών δοντιών, εκδηλώνεται με περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς, αυτόματους, διαλείποντες πόνους, οι οποίοι ακτινοβολούν στη γύρω περιοχή και εκλύονται ή… …   Dictionary of Greek

  • πολφεκτομή — η, Ν ιατρ. η αφαίρεση τού οδοντικού πολφού, πιο συχνά στο σύνολό του και σπανιότερα μόνον τού πολφού τής μύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pulpectomy < pulp «οδοντικός πολφός» + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”