ὀδοντωτός

ὀδοντωτός

ὀδοντωτός, gezähnt, ξύστρα, Luc. Lex. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀδοντωτός — with large teeth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοντωτός — ή, ό (Α ὀδοντωτός, ή, όν) [οδοντώ] (συν. για εργαλείο, εξάρτημα ή κατασκευή) αυτός που φέρει οδόντωση, που έχει εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές παρόμοιες με δόντια νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που εμφανίζει εντομές, ανάμεσα στις οποίες προβάλλουν… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός — ή, ό αυτός που έχει δόντια: Οδοντωτός τροχός. – Οδοντωτό φύλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • ὀδοντωτά — ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc pl ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc/acc dual ὀδοντωτά̱ , ὀδοντωτός with large teeth fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτῶν — ὀδοντωτός with large teeth fem gen pl ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτόν — ὀδοντωτός with large teeth masc acc sg ὀδοντωτός with large teeth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτοῖς — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτοί — ὀδοντωτός with large teeth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτοῦ — ὀδοντωτός with large teeth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀδοντωτῇ — ὀδοντωτός with large teeth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”