- ἀνα-λύζω
ἀνα-λύζω, aufschluchzen, Qu. Sm. 14, 281, wo ἀνωλύζεσκε f. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-λύζω, aufschluchzen, Qu. Sm. 14, 281, wo ἀνωλύζεσκε f. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναλλύζουσα — ἀνά λύζω to have the hiccup pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλύζω — ἀναλύζω (Α) 1. έχω λόξυγγα 2. κλαίω με λυγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + λύζω «έχω λόξυγγα, κλαίω με λυγμούς»] … Dictionary of Greek