- ἀμαθόεις
ἀμαθόεις, εσσα, εν, sandig, wohl nur in der poet. Form ἠμαϑόεις (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμαθόεις, εσσα, εν, sandig, wohl nur in der poet. Form ἠμαϑόεις (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμαθόεις — ἀμαθόεις, εσσα, εν (Α) ημαθόεις*, αμμουδερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. όεις] … Dictionary of Greek
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
ημαθόεις — ἠμαθόεις, εσσα, εν (Α) (επικ. τ. τού αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek