- ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιον, τό, Fehlgeburt, Harpocr.; sc. φάρμακον, Abtreibungsmittel, Medic. Davon
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλωθρίδιον, τό, Fehlgeburt, Harpocr.; sc. φάρμακον, Abtreibungsmittel, Medic. Davon
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλωθρίδιον — abortive child neut nom/voc/acc sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem acc sg ἀμβλωθρίδιος abortive child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθριδίοις — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut dat pl ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθριδίου — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut gen sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθριδίων — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut gen pl ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθριδίῳ — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut dat sg ἀμβλωθρίδιος abortive child masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωθρίδια — ἀμβλωθρίδιον abortive child neut nom/voc/acc pl ἀμβλωθρίδιος abortive child neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλωθρίδιος — ἀμβλωθρίδιος, ον (Α) [ἀμβλῶ] 1. αυτός που προκαλεί άμβλωση, αποβολή τού εμβρύου 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλωθρίδιον α) φάρμακο που προκαλεί την αποβολή εμβρύου β) το ίδιο το έμβρυο που αποβλήθηκε … Dictionary of Greek
αμβλώθριον — ἀμβλώθριον, το (Μ) [ἀμβλῶ] το αμβλωθρίδιον (βλ. αμβλωθρίδιος) … Dictionary of Greek
ՎԻԺԱԾ — (ի, աց.) NBH 2 0820 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 12c ա.գ. ἕκτρωμα abortus, abortivus ἁμβλωθρίδιον, ἑξάμβλωμα artus abortivus. Սաղմն վիժեալ. անցուցանելն. անց. թերածին. անցուցած կամ ձգած տղայ. ... *Իբրեւ զվիժած, որ ելանիցէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)