- ἀνα-θωΰσσω
ἀνα-θωΰσσω, ein lautes Geschrei erheben, ἀναϑωΰξας, Hesych. ἀναβοήσας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-θωΰσσω, ein lautes Geschrei erheben, ἀναϑωΰξας, Hesych. ἀναβοήσας.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναθωύξας — ἀναθωύξᾱς , ἀνά θωύσσω bark aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)