- ἀμβλυώττω
ἀμβλυώττω, stumpf-, blödsichtig sein, ὀφϑαλμοὶ – καὶ ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν Plat. Rep. VI, 508 c. öfter; πρὸς τὸ φῶς Luc. Cont. 1; ὑπὸ γήρως Icarom 6; übertr., Plat. Rep. VI, 508 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλυώττω, stumpf-, blödsichtig sein, ὀφϑαλμοὶ – καὶ ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν Plat. Rep. VI, 508 c. öfter; πρὸς τὸ φῶς Luc. Cont. 1; ὑπὸ γήρως Icarom 6; übertr., Plat. Rep. VI, 508 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμβλυώττω — ἀμβλυώττω και ώσσω (Α) 1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας 2. θαμπώνομαι, σαστίζω 3. (το ουδ. τής μτχ. τού ενεστ. ως ουσ.) τό ἀμβλυώττον ο αμβλυωγμός* 4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἀμβλυώττω — ἀμβλυώσσω to be short sighted pres subj act 1st sg (attic) ἀμβλυώσσω to be short sighted pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλυφαώ — ἀμβλυφαῶ ( έω) (Α) [*ἀμβλυφαής] ἀμβλυώττω* … Dictionary of Greek
αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… … Dictionary of Greek
ՎԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0787 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c չ. ՎԱՏԵՄ ՎԱՏԻՄ. ἁμβλύνομαι, ἁμβλυώττω, σσω , ἁμβλυωπέω hebetor, obtundor, caecutio. Վատանալ աչաց՝ այսինքն տկարանալ ʼի ծերութենէ. վատիլ տեսութեան, նուազիլ, պակասիլ, կասիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)