- ἀμβλυ-γώνιος
ἀμβλυ-γώνιος, stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλυ-γώνιος, stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< … Dictionary of Greek
κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] … Dictionary of Greek
οξυγώνιος — α, ο (Α ὀξυγώνιος, ον) αυτός που έχει οξεία γωνία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες αρχ. το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γωνία (πρβλ. αμβλυ γώνιος] … Dictionary of Greek