- ἀμβλυντικός
ἀμβλυντικός, zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλυντικός, zum Abstumpfen geschickt, ὄψεως Ath. II, 64 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμβλυντικός — ή, ό (Α ἀμβλυντικός, ή, όν) αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
αμβλυντικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που μπορεί να αμβλύνει: Το αμβλυντικό στοιχείο στην περίπτωση των σχέσεων κυβέρνησης αντιπολίτευσης ήταν ο κίνδυνος πολέμου που άρχισε πάλι να διαγράφεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμβλυντικά — ἀμβλυντικός apt to dull neut nom/voc/acc pl ἀμβλυντικά̱ , ἀμβλυντικός apt to dull fem nom/voc/acc dual ἀμβλυντικά̱ , ἀμβλυντικός apt to dull fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυντικόν — ἀμβλυντικός apt to dull masc acc sg ἀμβλυντικός apt to dull neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυντικοῖς — ἀμβλυντικός apt to dull masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυντικοί — ἀμβλυντικός apt to dull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλυντικήν — ἀμβλυντικός apt to dull fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του … Dictionary of Greek