- ἀ-μνηστέω
ἀ-μνηστέω, = ἀμνημονέω, οὐκ ἀμν. Soph. El. 473; οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα Thuc. 1, 20, in Vergessenheit gerathen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μνηστέω, = ἀμνημονέω, οὐκ ἀμν. Soph. El. 473; οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα Thuc. 1, 20, in Vergessenheit gerathen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνήστεως — μνήστεω̆ς , μνῆστις remembrance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)