- προ-πήγνῡμι
προ-πήγνῡμι, auch προπηγνύω (s. πήγνυμι), vorn od. vorher befestigen; προπεπηγός, vorn geronnen, Sp., wie Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-πήγνῡμι, auch προπηγνύω (s. πήγνυμι), vorn od. vorher befestigen; προπεπηγός, vorn geronnen, Sp., wie Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπεπήχθω — πρό πήγνυμι Aër. perf imperat mp 3rd sg πρό πήσσω Aër. perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεπηγός — πρό πήγνυμι Aër. perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεπηγότες — πρό πήγνυμι Aër. perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπήγνυτο — προεπή̱γνυτο , πρό ἐπάγνυμι break imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) προεπήγνυτο , πρό πήγνυμι Aër. imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπήγνυμι — και προπηγνύω Α 1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως 2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»] … Dictionary of Greek
προπαγής — ές, Α αυτός που είναι στερεωμένος μπροστά, που προεξέχει («ὀφθαλμοὶ προπαγεῑς πολὺ τοῡ κέρατος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παγής (< πήγνυμι «στερεώνω, μπήγω»), πρβλ. συμ παγής, εφόσον δεν πρόκειται, όπως μερικοί υποστηρίζουν, για εσφ.… … Dictionary of Greek