μορία — μορίᾱ , μόριος fem nom/voc/acc dual μορίᾱ , μόριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μορίᾱ , μορία the sacred olives fem nom/voc/acc dual μορίᾱ , μορία the sacred olives fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 103 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοφινά. * * * μορία, ἡ (Α) 1. συν. στον πληθ. αἱ μορίαι ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά… … Dictionary of Greek
Μόρια — Sp Mòrija Ap Μόρια/Moria L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μόρια — μόριον piece neut nom/voc/acc pl μόριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχώριστα μόρια — Μονοσύλλαβες ή σπανιότερα δισύλλαβες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που παλιότερα είχαν μία αυτοτέλεια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά διαφόρων λέξεων. Τέτοια μόρια είναι η συλλαβική αύξηση ε (έδωσε) το στερητικό α (αχώριστος,… … Dictionary of Greek
μορίας — μορίᾱς , μόριος fem acc pl μορίᾱς , μόριος fem gen sg (attic doric aeolic) μορίᾱς , μορία the sacred olives fem acc pl μορίᾱς , μορία the sacred olives fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρομόρια ή μεγαλομοριακές ενώσεις — Μόρια τα οποία αποτελούνται από πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων, που ποικίλλει από μερικά εκατομμύρια έως ένα δισεκατομμύριο· οι διαστάσεις των μ. είναι σημαντικά μεγαλύτερες από εκείνες των συνηθισμένων μορίων και το γεγονός αυτό δικαιολογεί την… … Dictionary of Greek
μορίαι — μορίᾱͅ , μόριος fem dat sg (attic doric aeolic) μορίᾱͅ , μορία the sacred olives fem dat sg (attic doric aeolic) μορία the sacred olives fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίαν — μορίᾱν , μόριος fem acc sg (attic doric aeolic) μορίᾱν , μορία the sacred olives fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόρι' — μόρια , μόριον piece neut nom/voc/acc pl μόρια , μόριος neut nom/voc/acc pl μόριε , μόριος masc voc sg μόριαι , μόριος fem nom/voc pl μόριαι , μορία the sacred olives fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοριῶν — μορία the sacred olives fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)