ἀνα-θρηνέω

ἀνα-θρηνέω

ἀνα-θρηνέω, beweinen, be Klagen, Dio Cass. 74, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀνεθρήνησαν — ἀνά θρηνέω sing a dirge aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεθρήνησε — ἀνά θρηνέω sing a dirge aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναθρηνήσας — προαναθρηνήσᾱς , πρό , ἀνά θρηνέω sing a dirge aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προαναθρηνήσᾱς , πρό ἀναθρηνέω lift up one s voice in wailing aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανεθρήνησεν — σύν , ἀνά θρηνέω sing a dirge aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”