- ἀνα-δῑνεύω
ἀνα-δῑνεύω, in die Höhe heben u. umdrehen, Opp. H. 3, 296. – Auch ἀνα-δῑνέω?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-δῑνεύω, in die Höhe heben u. umdrehen, Opp. H. 3, 296. – Auch ἀνα-δῑνέω?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναδινώ — ἀναδινῶ ( έω και εύω) (Α) περιδινούμαι, περιστρέφομαι, γυρίζω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δινῶ, δινεύω] … Dictionary of Greek