- ἀνα-νέομαι
ἀνα-νέομαι, Hom. ἀννεῖται ἠέλιος, die Sonne geht auf, Od. 10, 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-νέομαι, Hom. ἀννεῖται ἠέλιος, die Sonne geht auf, Od. 10, 192.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανανούμαι — ἀνανοῡμαι και ποιητ. ἀννοῡμαι ( έομαι) (Α) (για τον ήλιο) ανέρχομαι, αναδύομαι, ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νέομαι] … Dictionary of Greek