- ἀνα-μέτρησις
ἀνα-μέτρησις, Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μέτρησις, Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek