περι-χρίω

περι-χρίω

περι-χρίω (s. χρίω), umschmieren, bestreichen, einsalben; Hippocr.; Luc. de luct. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιχρίω — ΝΜΑ χρίω, αλείφω κάτι ολόγυρα, σε όλη την επιφάνεια αρχ. περιχέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρίω «επαλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • Chrisam — Vergoldetes Chrisamgefäß Behältnis zur Aufnahme der …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”