- ἀν-ανάγκαστος
ἀν-ανάγκαστος, ungezwungen, Epict.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ανάγκαστος, ungezwungen, Epict.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναγκαστός — forced masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαστός — ή, ό (Α ἀναγκαστός, ή, όν) [ἀναγκάζω] αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός αρχ. αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
ἀναγκαστά — ἀναγκαστός forced neut nom/voc/acc pl ἀναγκαστά̱ , ἀναγκαστός forced fem nom/voc/acc dual ἀναγκαστά̱ , ἀναγκαστός forced fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστῶν — ἀναγκαστός forced fem gen pl ἀναγκαστός forced masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστόν — ἀναγκαστός forced masc acc sg ἀναγκαστός forced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστοί — ἀναγκαστός forced masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστούς — ἀναγκαστός forced masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστῆς — ἀναγκαστός forced fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστῇ — ἀναγκαστός forced fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστή — ἀναγκαστός forced fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαστήν — ἀναγκαστός forced fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)